- μαντατοφόρος
- -α, -οαυτός που φέρνει μαντάτο, νέο, ο αγγελιαφόρος: Έφτασε ένας μαντατοφόρος από το μέτωπο του πολέμου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαντατοφόρος — ο, θηλ. μαντατοφόρα (Μ μαντατοφόρος, θηλ. μαντατοφόρισσα) αγγελιαφόρος, απεσταλμένος μσν. ως επίθ. φρ. «μαντατοφόρος γραφή» επιστολή που περιέχει μήνυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαντάτο + φόρος*] … Dictionary of Greek
Neogräzistik — (griechisch: Nεότερη Eλληνική Φιλολογία) bezeichnet eine akademische Disziplin der Geisteswissenschaften, die die sprach , literatur , kulturwissenschaftliche sowie landeskundliche Erforschung und Lehre der griechischen Welt der Neuzeit und… … Deutsch Wikipedia
Hans Eideneier — (* 21. Mai 1937 in Stuttgart) ist ein deutscher Byzantinist, Neogräzist, literarischer Übersetzer und war von 1994 bis 2002 Professor für byzantinische und neugriechische Philologie an der Universität Hamburg. Leben und Werk Eideneier studierte… … Deutsch Wikipedia
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
αγγελιώτης — ἀγγελιώτης, ο (θηλ. ιχτις) (Α) [άγγελος] αγγελιαφόρος, μαντατοφόρος … Dictionary of Greek
εννοιανός — ή, ό και γνοιανός και εγνοιανός, ή, ό [έννοια] 1. συλλογισμένος, ανήσυχος («χαρά πολλή σ έτοιο γνοιανό τα μέλη ντου γροικούσι», Ερωτ.) 2. σπουδαίος, σοβαρός («μαντάτα από τού Ρηγός πολλά γνοιανά μού φέρα», Ερωτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το εννοιανό… … Dictionary of Greek
κούρσωρ — κούρσωρ, ορος, ὁ (ΑM) (πάπ. και επιγρ.) μέλος στρατιωτικού σχηματισμού τοξοτών ιππέων που ήταν τοποθετημένοι στα δύο άκρα τής πρώτης γραμμής τής μάχης και ορμούσαν για να καταδιώξουν τους εχθρούς κατά την υποχώρησή τους μσν. δρομέας, ταχυδρόμος,… … Dictionary of Greek
λογοφόρος — λογοφόρος, ὁ (Μ) αυτός που φέρνει αγγελίες, μαντατοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + φόρος* (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
μαντατοφορία — η (Μ μαντατοφορία και μαντατοφοριά) [μαντατοφόρος] 1. το έργο τού μαντατοφόρου, μεταβίβαση ή ανακοίνωση μηνύματος 2. είδηση, μήνυμα, παραγγελία μσν. 1. (για ερωτικές υποθέσεις) μεσολάβηση, μεσιτεία, προξενιό 2. φρ. «ποιῶ (τὴν) μαντατοφορίαν»… … Dictionary of Greek
μαντατοφορεύω — και μανδατοφορεύω (Μ) [μαντατοφόρος] μέσ. μαντατοφορεύομαι ή μανδατοφορεύομαι έρχομαι σε συμφωνία, διεξάγω συνεννοήσεις μέσω αγγελιαφόρων ή μεσολαβητών … Dictionary of Greek